Η 26η Οκτωβρίου έχει διπλή σημασία για τη Θεσσαλονίκη, καθώς πρόκειται τόσο για τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου αγίου της πόλης, όσο και για την ημερομηνία απελευθέρωσής της κατά τη «Μεγάλη Εξόρμηση» του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου.
Η απελευθέρωση της πόλης, μετά από αιώνες τουρκοκρατίας, αποτελεί για πολλούς το αποκορύφωμα των Βαλκανικών Πολέμων: Η «νύμφη του Θερμαϊκού» διεκδικήθηκε τόσο από τον ελληνικό όσο και τον βουλγαρικό στρατό (που επεδίωκε την υλοποίηση της Μεγάλης Βουλγαρίας της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου), σε μια «κούρσα-θρίλερ» με στόχο την κατάκτηση της πόλης- για την οποία μάλιστα σημειώθηκε και η πρώτη μεγάλη αντιπαράθεση ανάμεσα στον Ελευθέριο Βενιζέλο και στον αρχιστράτηγο και διάδοχο του θρόνου, Κωνσταντίνο, που αργότερα θα έρχονταν αντιμέτωποι σε αυτό που έμελλε να ονομαστεί «Εθνικός Διχασμός».
Η πορεία προς τη Θεσσαλονίκη
Με τον ελληνικό στρατό και το πολεμικό ναυτικό αναδιοργανωμένα και έτοιμα για τη «ρεβάνς» του «Μαύρου '97» (του ατυχούς πολέμου του 1897) – και έχοντας στο μεσοδιάστημα λάβει χώρα η αντιπαράθεση με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες κατά τον Μακεδονικό Αγώνα- η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου του 1912, στο πλευρό των Βαλκανικών Συμμάχων, πρώτο εκ των οποίων είχε κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το Μαυροβούνιο, στις 23 Σεπτεμβρίου. Με τον βουλγαρικό στρατό να επιχειρεί προς την ανατολική Θράκη και τον σερβικό προς Σκόπια και Μοναστήρι, το ελληνικό σχέδιο περιελάμβανε προέλαση προς Μακεδονία (με στόχο τη Θεσσαλονίκη) και Ήπειρο (με στόχο τα Γιάννενα).
Η Στρατιά Θεσσαλίας, απωθώντας τουρκικά τμήματα κατέλαβε στις 6 Οκτωβρίου την Ελασσόνα και συνέχισε την προέλασή της. Η πρώτη μεγάλη μάχη δόθηκε στις 9 Οκτωβρίου, με τις ελληνικές δυνάμεις να επιτίθενται κατά των Τούρκων στο Σαραντάπορο: Τρεις μεραρχίες επιτέθηκαν κατά μέτωπο, ενώ μία άλλη, με υπερκερωτική ενέργεια, έφτασε στα νώτα της τοποθεσίας, εξαναγκάζοντας τους Τούρκους να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια και την Κοζάνη, εγκαταλείποντας όλο το υλικό και το πυροβολικό τους.
Η 4η Μεραρχία συνέχισε την καταδίωξη, εισερχόμενη στα Σέρβια στις 10 Οκτωβρίου, ενώ παράλληλα τμήματα της Ταξιαρχίας Ιππικού κατέλαβαν την Κοζάνη στις 11 Οκτωβρίου. Ακολούθως, η Στρατιά Θεσσαλίας στράφηκε προς τα ανατολικά, με στόχο την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
«Σας το απαγορεύω!»
Είχε προηγηθεί η αντιπαράθεση μεταξύ του Διαδόχου Κωνσταντίνου και του Βενιζέλου, καθώς ο Διάδοχος επιθυμούσε ο στρατός να κατευθυνθεί προς τα βόρεια, προς το Μοναστήρι, με σκοπό να συναντήσει τις δυνάμεις του σερβικού στρατού- ωστόσο ο Βενιζέλος θεώρησε επιτακτική την ανάγκη να μην υπάρξει καμία καθυστέρηση στην πορεία προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία πλησίαζαν ήδη οι Βούλγαροι. Τα τηλεγραφήματα τα οποία αντάλλαξαν οι δύο άνδρες που καθόρισαν την πορεία της ελληνικής ιστορίας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα έμειναν στην ιστορία, αποτελώντας ένα προοίμιο του Εθνικού Διχασμού.
Ο Βενιζέλος δεν έμεινε εκεί: Ανησυχώντας για την έκβαση των επιχειρήσεων, απευθύνθηκε στον βασιλιά, Γεώργιο Α', προκειμένου να καμφθεί η αντίσταση του Διαδόχου και να διασφαλιστεί η προέλαση του στρατού προς τη Θεσσαλονίκη.
Η μάχη των Γιαννιτσών, το κατόρθωμα του Βότση και η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
Ο προελαύνων ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τη Βέροια και την Κατερίνη στις 16 Οκτωβρίου- ενώ στις 18 του μήνα τα ελληνικά όπλα έδωσαν μια πρώτη «γεύση» στις τουρκικές δυνάμεις που υπερασπίζονταν την Θεσσαλονίκη, σε ένα παράτολμο εγχείρημα, όταν το τορπιλοβόλο αρ.11, με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Νικόλαο Βότση, διείσδυσε τη νύχτα απαρατήρητο στο λιμάνι – ξεγλιστρώντας από τα τουρκικά πυροβολεία- και τορπίλισε το τουρκικό πολεμικό «Φετίχ ι Μπουλέντ», καταφέροντας στη συνέχεια να διαφύγει. Επρόκειτο για ένα γεγονός που επηρέασε το ηθικό των οθωμανικών δυνάμεων, αλλά και τον Χασάν Ταχσίν Πασά, διοικητή της 8ης Στρατιάς του Αυτοκρατορικού Οθωμανικού Στρατού της Μακεδονίας- που, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ήταν ο άνθρωπος - «κλειδί» για την τελική παράδοση της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό στρατό.
Η κρίσιμη μάχη για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης δόθηκε στα Γιαννιτσά, στις 19 και 20 Οκτωβρίου: Η τοποθεσία είχε επιλεγεί από τους Τούρκους αξιωματικούς ως τοποθεσία που ευνοούσε τη διεξαγωγή αμυντικής μάχης, καθώς είχε στα νώτα τον Αξιό και στα πλευρά το Πάικο και τη λίμνη των Γιαννιτσών. Τη θέση υπερασπιζόταν η 14η Μεραρχία Σερρών, συν δυνάμεις που είχαν υποχωρήσει από το Σαραντάπορο.
Στην ελληνική πλευρά τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα πιεστικά, καθώς είχε γίνει γνωστό πως ο βουλγαρικός στρατός κατευθυνόταν επίσης προς τη Θεσσαλονίκη. Ως εκ τούτου, αν και το επιτελείο δεν είχε επαρκείς πληροφορίες για τη σύνθεση και το μέγεθος της τουρκικής δύναμης, αποφασίστηκε η άμεση επίθεση, με 6 μεραρχίες συν την Ταξιαρχία Ιππικού και το απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου. Η επίθεση άρχισε στις 19 του μήνα, με τις 1η, 2η, 3η, 4η και 6η Μεραρχίες στον άξονα βόρεια της λίμνης και την 7η Μεραρχία, την Ταξιαρχία Ιππικού και το απόσπασμα ευζώνων Κωνσταντινοπούλου, στον άξονα νότια της λίμνης. Το μεσημέρι η 6η Μεραρχία είχε φτάσει στις Αμπελιές, η 4η στον Μυλότοπο, η 1η και η 2η στην Καρυώτισσα και η 3η στο Μελίσσι. Ακολούθησε γενική επίθεση κατά των τουρκικών θέσεων, με αποτέλεσμα τη διάσπαση των εχθρικών γραμμών. Οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν έξω από τα Γιαννιτσά, διακόπτοντας τις επιχειρήσεις για τη νύχτα και συνεχίζοντας το πρωί της 20ής. Η τουρκική δύναμη άρχισε να συμπτύσσεται, ωστόσο οι ελληνικές δυνάμεις δεν πρόλαβαν να περάσουν έγκαιρα τον Λουδία, με αποτέλεσμα το ασφαλές πέρασμα του Αξιού από τα υποχωρούντα οθωμανικά στρατεύματα.
Ο ελληνικός στρατός ήταν πλέον κοντά στη Θεσσαλονίκη και η διαπραγμάτευση για την παράδοσή της άρχιζε: Στις 25 Οκτωβρίου, οι Ευρωπαίοι πρόξενοι της Θεσσαλονίκης και ο Τούρκος στρατηγός Σαδήκ συνάντησαν τις ελληνικές εμπροσθοφυλακές έξω από την πόλη, προτείνοντας την παράδοση υπό όρους – και συγκεκριμένα την απόσυρση του τουρκικού στρατού, με όλο τον οπλισμό του, στο Καραμπουρνού. Η πρόταση απορρίφθηκε από τον Κωνσταντίνο, αντιπροτείνοντας την παράδοση του αφοπλισμένου τουρκικού στρατού, με τους αξιωματικούς να διατηρούν τα ξίφη τους. Για να λάβει απάντηση έδωσε προθεσμία δέκα ωρών.
Σημειώνεται πως η εν λόγω εξέλιξη των γεγονότων είχε τρομοκρατήσει τον Βενιζέλο, ο οποίος περίμενε κατάληψη της πόλης το απόγευμα της 25ης – αλλά πληροφορήθηκε τα περί διαπραγματεύσεων και προθεσμιών. Φοβούμενος κατάρρευση της πολιτικής του και σύνορα στον Αξιό, απέστειλε νέα τηλεγραφική διαταγή προς τον Κωνσταντίνο:
Ωστόσο, η άποψη του Κωνσταντίνου ήταν διαφορετική, καθώς έδινε προτεραιότητα στην εξουδετέρωση της μαχητικής ικανότητας της τουρκικής δύναμης που είχε απέναντί του:
Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση του Ταχσίν Πασά δεν άργησε να έρθει, καθώς σύντομα κατέφθασε έγγραφο στο οποίο αναφερόταν ότι οι όροι του Κωνσταντίνου είχαν γίνει αποδεκτοί, με τον Διάδοχο να αποστέλλει τους αξιωματικούς του επιτελείου του, Βίκτορα Δούσμανη και Ιωάννη Μεταξά, στην πόλη για την υπογραφή των σχετικών πρωτοκόλλων, που περιελάμβαναν την παράδοση της πόλης και του τουρκικού στρατού- δύναμης 26.000 ανδρών, με 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα και 1.200 ζώα. Στις 26 Οκτωβρίου- ανήμερα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου – η Θεσσαλονίκη ήταν και επίσημα ελληνική.
Η δολοφονία του βασιλιά και ο δρόμος προς τον Β' Βαλκανικό
Το πρωί της 27ης εισήλθε στην πόλη ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Δαγκλής και εγκαταστάθηκε στο Διοικητήριο, ενώ ο Ίων Δραγούμης με τον μακεδονομάχο λοχαγό Αθανάσιο Εξαδάκτυλο ύψωσαν την ελληνική σημαία στον εξώστη του ελληνικού προξενείου. Παράλληλα, ελληνικές μονάδες εισέρχονταν στην πόλη και λάμβαναν θέσεις γύρω της. Στις 28 του μήνα μπήκε στην πόλη ο Διάδοχος με τους επιτελείς του, και στις 29 κατέφθασε ο βασιλιάς Γεώργιος - ο οποίος θα δολοφονούνταν τον Μάρτιο, λίγους μήνες μετά, από τον Αλέξανδρο Σχινά στην οδό Βασιλίσσης Όλγας. Πίσω από τη συγκεκριμένη δολοφονία θεωρείται ότι βρίσκονταν οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, που ήθελαν να ανεβεί στον θρόνο ο γερμανόφιλος Κωνσταντίνος.
Όσον αφορά στη βουλγαρική προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη: Από τις 26 Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος είχε στείλει μήνυμα προς το Βούλγαρο στρατηγό Θεοδωρώφ που κατευθύνονταν με μία μεραρχία προς τη Θεσσαλονίκη, ότι η πόλη είχε ήδη απελευθερωθεί και ότι μπορούσε να διαθέσει τις δυνάμεις του σε άλλες επιχειρήσεις. Ωστόσο ο Θεοδωρώφ έστειλε απεσταλμένο αξιωματικό στον Ταχσίν Πασά ζητώντας του να υπογράψει πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης, παρόμοιο με εκείνο που μόλις είχε συνάψει με τους Έλληνες, επιδιώκοντας να εμφανιστεί ως συναπελευθερωτής της πόλης. Ο Ταχσίν αρνήθηκε και μάλιστα ζήτησε την προστασία του ελληνικού στρατού επειδή μονάδες του που είχαν ήδη παραδοθεί στους Έλληνες δέχονταν βουλγαρικές επιθέσεις.
Η βουλγαρική δύναμη έφτασε έξω από τη Θεσσαλονίκη στις 28 Οκτωβρίου, με τον Θεοδωρώφ να ζητά να μπει μέσα στην πόλη για να στρατοπεδεύσει. Εν τέλει επετράπη η είσοδος δύο βουλγαρικών ταγμάτων. Πρακτικά, μπήκε στην πόλη ένα σύνταγμα.
Μετά την παράδοση της Θεσσαλονίκης, ο Ελληνικός Στρατός στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία, όπου διαδοχικά απελευθέρωσε τη Φλώρινα, την Καστοριά και την Κορυτσά. Όσον αφορά στα Γιάννενα, μετά από μακρά πολιορκία (με κύριο τουρκικό προπύργιο το οχυρό του Μπιζανίου), ελληνική επίθεση στις 20 Φεβρουαρίου 1913 είχε αποτέλεσμα την άνευ όρων παράδοση του Εσάτ Πασά στις 21 του μήνα. Ο ελληνικός στρατός κινήθηκε βορειότερα στη συνέχεια και μέχρι τις 5 Μαρτίου είχε απελευθερώσει τη Βόρεια Ήπειρο- από την οποία όμως αναγκάστηκε να αποσυρθεί, καθώς, όπως αποφασίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, θα παραχωρούνταν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Με τη Συνθήκη του Λονδίνου, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλα τα εδάφη της στη Βαλκανική Χερσόνησο. Αυτό που έμενε ήταν η διανομή τους – και οι διαφορές ήταν μεγάλες, με βουλγαρικά τμήματα να προκαλούν επεισόδια σε βάρος Ελλήνων και Σέρβων στη Μακεδονία. Οι δύο χώρες υπέγραψαν στις 19 Μαΐου συμμαχία κατά της βουλγαρικής απειλής, εν όψει της επικείμενης σύγκρουσης.
Η βουλγαρική επίθεση τελικά ήρθε στις 16 Ιουνίου χωρίς κήρυξη πολέμου, κατά των ελληνικών δυνάμεων σε Νιγρίτα και Παγγαίο και κατά των Σέρβων σε Γευγελή και Ιστίπ. Ο ελληνικός και ο σερβικός στρατός αντέδρασαν άμεσα: Ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος είχε αρχίσει, και θα διαρκούσε έναν μήνα, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από ιδιαίτερα σκληρές μάχες, με αποκορύφωμα αυτήν του Κιλκίς - Λαχανά (19-21 Ιουνίου), όπου ο ελληνικός στρατός, κατόπιν φονικής μάχης, διέσπασε τις εχθρικές γραμμές, εξαναγκάζοντας τον βουλγαρικό στρατό σε υποχώρηση και απειλώντας τον με ολοκληρωτική εξόντωση (ωστόσο η 7η Μεραρχία δεν κατέλαβε έγκαιρα τη γέφυρα του Στρυμόνα, αποτυγχάνοντας να μπλοκάρει την εχθρική υποχώρηση προς τις Σέρρες).
Η Βουλγαρία ζήτησε ανακωχή στις 18 Ιουλίου και στις 28 του ίδιου μήνα, μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις στο Βουκουρέστι, υπέγραψε τη συνθήκη ειρήνης, τερματίζοντας τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, με την Ελλάδα να αποκτά την ανατολική Μακεδονία. Η «Μεγάλη Εξόρμηση» είχε τελειώσει - ωστόσο ήταν μόνο η αρχή της περιπέτειας του Ελληνισμού στον 20ό αιώνα, καθώς ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου- και μετέπειτα τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Πηγή: huffingtonpost.gr | Το διαβάσαμε εδώ
O βασιλιάς Γεώργιος ο Α' και ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ενώ εισέρχονται στη Θεσσαλονίκη Photo 12 via Getty Images |
Η απελευθέρωση της πόλης, μετά από αιώνες τουρκοκρατίας, αποτελεί για πολλούς το αποκορύφωμα των Βαλκανικών Πολέμων: Η «νύμφη του Θερμαϊκού» διεκδικήθηκε τόσο από τον ελληνικό όσο και τον βουλγαρικό στρατό (που επεδίωκε την υλοποίηση της Μεγάλης Βουλγαρίας της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου), σε μια «κούρσα-θρίλερ» με στόχο την κατάκτηση της πόλης- για την οποία μάλιστα σημειώθηκε και η πρώτη μεγάλη αντιπαράθεση ανάμεσα στον Ελευθέριο Βενιζέλο και στον αρχιστράτηγο και διάδοχο του θρόνου, Κωνσταντίνο, που αργότερα θα έρχονταν αντιμέτωποι σε αυτό που έμελλε να ονομαστεί «Εθνικός Διχασμός».
Η πορεία προς τη Θεσσαλονίκη
Με τον ελληνικό στρατό και το πολεμικό ναυτικό αναδιοργανωμένα και έτοιμα για τη «ρεβάνς» του «Μαύρου '97» (του ατυχούς πολέμου του 1897) – και έχοντας στο μεσοδιάστημα λάβει χώρα η αντιπαράθεση με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες κατά τον Μακεδονικό Αγώνα- η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου του 1912, στο πλευρό των Βαλκανικών Συμμάχων, πρώτο εκ των οποίων είχε κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το Μαυροβούνιο, στις 23 Σεπτεμβρίου. Με τον βουλγαρικό στρατό να επιχειρεί προς την ανατολική Θράκη και τον σερβικό προς Σκόπια και Μοναστήρι, το ελληνικό σχέδιο περιελάμβανε προέλαση προς Μακεδονία (με στόχο τη Θεσσαλονίκη) και Ήπειρο (με στόχο τα Γιάννενα).
Η Στρατιά Θεσσαλίας, απωθώντας τουρκικά τμήματα κατέλαβε στις 6 Οκτωβρίου την Ελασσόνα και συνέχισε την προέλασή της. Η πρώτη μεγάλη μάχη δόθηκε στις 9 Οκτωβρίου, με τις ελληνικές δυνάμεις να επιτίθενται κατά των Τούρκων στο Σαραντάπορο: Τρεις μεραρχίες επιτέθηκαν κατά μέτωπο, ενώ μία άλλη, με υπερκερωτική ενέργεια, έφτασε στα νώτα της τοποθεσίας, εξαναγκάζοντας τους Τούρκους να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια και την Κοζάνη, εγκαταλείποντας όλο το υλικό και το πυροβολικό τους.
Η 4η Μεραρχία συνέχισε την καταδίωξη, εισερχόμενη στα Σέρβια στις 10 Οκτωβρίου, ενώ παράλληλα τμήματα της Ταξιαρχίας Ιππικού κατέλαβαν την Κοζάνη στις 11 Οκτωβρίου. Ακολούθως, η Στρατιά Θεσσαλίας στράφηκε προς τα ανατολικά, με στόχο την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
«Σας το απαγορεύω!»
Είχε προηγηθεί η αντιπαράθεση μεταξύ του Διαδόχου Κωνσταντίνου και του Βενιζέλου, καθώς ο Διάδοχος επιθυμούσε ο στρατός να κατευθυνθεί προς τα βόρεια, προς το Μοναστήρι, με σκοπό να συναντήσει τις δυνάμεις του σερβικού στρατού- ωστόσο ο Βενιζέλος θεώρησε επιτακτική την ανάγκη να μην υπάρξει καμία καθυστέρηση στην πορεία προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία πλησίαζαν ήδη οι Βούλγαροι. Τα τηλεγραφήματα τα οποία αντάλλαξαν οι δύο άνδρες που καθόρισαν την πορεία της ελληνικής ιστορίας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα έμειναν στην ιστορία, αποτελώντας ένα προοίμιο του Εθνικού Διχασμού.
Βενιζέλος: «Αναμένω να μοι γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνσιν, ην θα ακολουθήση η προέλασις του στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ' όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μίαν ώρα ταχύτερον εις την Θεσσαλονίκην».
Κωνσταντίνος: «Ο στρατός δεν θα οδεύση κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε».
Βενιζέλος: «Σας το απαγορεύω!»
Ο Βενιζέλος δεν έμεινε εκεί: Ανησυχώντας για την έκβαση των επιχειρήσεων, απευθύνθηκε στον βασιλιά, Γεώργιο Α', προκειμένου να καμφθεί η αντίσταση του Διαδόχου και να διασφαλιστεί η προέλαση του στρατού προς τη Θεσσαλονίκη.
Η μάχη των Γιαννιτσών, το κατόρθωμα του Βότση και η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
Ο προελαύνων ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τη Βέροια και την Κατερίνη στις 16 Οκτωβρίου- ενώ στις 18 του μήνα τα ελληνικά όπλα έδωσαν μια πρώτη «γεύση» στις τουρκικές δυνάμεις που υπερασπίζονταν την Θεσσαλονίκη, σε ένα παράτολμο εγχείρημα, όταν το τορπιλοβόλο αρ.11, με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Νικόλαο Βότση, διείσδυσε τη νύχτα απαρατήρητο στο λιμάνι – ξεγλιστρώντας από τα τουρκικά πυροβολεία- και τορπίλισε το τουρκικό πολεμικό «Φετίχ ι Μπουλέντ», καταφέροντας στη συνέχεια να διαφύγει. Επρόκειτο για ένα γεγονός που επηρέασε το ηθικό των οθωμανικών δυνάμεων, αλλά και τον Χασάν Ταχσίν Πασά, διοικητή της 8ης Στρατιάς του Αυτοκρατορικού Οθωμανικού Στρατού της Μακεδονίας- που, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ήταν ο άνθρωπος - «κλειδί» για την τελική παράδοση της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό στρατό.
Η κρίσιμη μάχη για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης δόθηκε στα Γιαννιτσά, στις 19 και 20 Οκτωβρίου: Η τοποθεσία είχε επιλεγεί από τους Τούρκους αξιωματικούς ως τοποθεσία που ευνοούσε τη διεξαγωγή αμυντικής μάχης, καθώς είχε στα νώτα τον Αξιό και στα πλευρά το Πάικο και τη λίμνη των Γιαννιτσών. Τη θέση υπερασπιζόταν η 14η Μεραρχία Σερρών, συν δυνάμεις που είχαν υποχωρήσει από το Σαραντάπορο.
Στην ελληνική πλευρά τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα πιεστικά, καθώς είχε γίνει γνωστό πως ο βουλγαρικός στρατός κατευθυνόταν επίσης προς τη Θεσσαλονίκη. Ως εκ τούτου, αν και το επιτελείο δεν είχε επαρκείς πληροφορίες για τη σύνθεση και το μέγεθος της τουρκικής δύναμης, αποφασίστηκε η άμεση επίθεση, με 6 μεραρχίες συν την Ταξιαρχία Ιππικού και το απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου. Η επίθεση άρχισε στις 19 του μήνα, με τις 1η, 2η, 3η, 4η και 6η Μεραρχίες στον άξονα βόρεια της λίμνης και την 7η Μεραρχία, την Ταξιαρχία Ιππικού και το απόσπασμα ευζώνων Κωνσταντινοπούλου, στον άξονα νότια της λίμνης. Το μεσημέρι η 6η Μεραρχία είχε φτάσει στις Αμπελιές, η 4η στον Μυλότοπο, η 1η και η 2η στην Καρυώτισσα και η 3η στο Μελίσσι. Ακολούθησε γενική επίθεση κατά των τουρκικών θέσεων, με αποτέλεσμα τη διάσπαση των εχθρικών γραμμών. Οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν έξω από τα Γιαννιτσά, διακόπτοντας τις επιχειρήσεις για τη νύχτα και συνεχίζοντας το πρωί της 20ής. Η τουρκική δύναμη άρχισε να συμπτύσσεται, ωστόσο οι ελληνικές δυνάμεις δεν πρόλαβαν να περάσουν έγκαιρα τον Λουδία, με αποτέλεσμα το ασφαλές πέρασμα του Αξιού από τα υποχωρούντα οθωμανικά στρατεύματα.
Ο ελληνικός στρατός ήταν πλέον κοντά στη Θεσσαλονίκη και η διαπραγμάτευση για την παράδοσή της άρχιζε: Στις 25 Οκτωβρίου, οι Ευρωπαίοι πρόξενοι της Θεσσαλονίκης και ο Τούρκος στρατηγός Σαδήκ συνάντησαν τις ελληνικές εμπροσθοφυλακές έξω από την πόλη, προτείνοντας την παράδοση υπό όρους – και συγκεκριμένα την απόσυρση του τουρκικού στρατού, με όλο τον οπλισμό του, στο Καραμπουρνού. Η πρόταση απορρίφθηκε από τον Κωνσταντίνο, αντιπροτείνοντας την παράδοση του αφοπλισμένου τουρκικού στρατού, με τους αξιωματικούς να διατηρούν τα ξίφη τους. Για να λάβει απάντηση έδωσε προθεσμία δέκα ωρών.
Σημειώνεται πως η εν λόγω εξέλιξη των γεγονότων είχε τρομοκρατήσει τον Βενιζέλο, ο οποίος περίμενε κατάληψη της πόλης το απόγευμα της 25ης – αλλά πληροφορήθηκε τα περί διαπραγματεύσεων και προθεσμιών. Φοβούμενος κατάρρευση της πολιτικής του και σύνορα στον Αξιό, απέστειλε νέα τηλεγραφική διαταγή προς τον Κωνσταντίνο:
«Αρχηγόν στρατού: Παραγγέλεσθε να αποδεχθήτε την προσφερομένην υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και να εισέλθετε εις ταύτην άνευ χρονοτριβής. Καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν, έστω και στιγμής»
Ωστόσο, η άποψη του Κωνσταντίνου ήταν διαφορετική, καθώς έδινε προτεραιότητα στην εξουδετέρωση της μαχητικής ικανότητας της τουρκικής δύναμης που είχε απέναντί του:
«Εγώ οφείλω προ παντός άλλου να καταστήσω ακίνδυνον τον απέναντί μου τουρκικόν στρατόν» ήταν η δήλωσή του στους προξένους.
Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση του Ταχσίν Πασά δεν άργησε να έρθει, καθώς σύντομα κατέφθασε έγγραφο στο οποίο αναφερόταν ότι οι όροι του Κωνσταντίνου είχαν γίνει αποδεκτοί, με τον Διάδοχο να αποστέλλει τους αξιωματικούς του επιτελείου του, Βίκτορα Δούσμανη και Ιωάννη Μεταξά, στην πόλη για την υπογραφή των σχετικών πρωτοκόλλων, που περιελάμβαναν την παράδοση της πόλης και του τουρκικού στρατού- δύναμης 26.000 ανδρών, με 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα και 1.200 ζώα. Στις 26 Οκτωβρίου- ανήμερα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου – η Θεσσαλονίκη ήταν και επίσημα ελληνική.
Η δολοφονία του βασιλιά και ο δρόμος προς τον Β' Βαλκανικό
Το πρωί της 27ης εισήλθε στην πόλη ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Δαγκλής και εγκαταστάθηκε στο Διοικητήριο, ενώ ο Ίων Δραγούμης με τον μακεδονομάχο λοχαγό Αθανάσιο Εξαδάκτυλο ύψωσαν την ελληνική σημαία στον εξώστη του ελληνικού προξενείου. Παράλληλα, ελληνικές μονάδες εισέρχονταν στην πόλη και λάμβαναν θέσεις γύρω της. Στις 28 του μήνα μπήκε στην πόλη ο Διάδοχος με τους επιτελείς του, και στις 29 κατέφθασε ο βασιλιάς Γεώργιος - ο οποίος θα δολοφονούνταν τον Μάρτιο, λίγους μήνες μετά, από τον Αλέξανδρο Σχινά στην οδό Βασιλίσσης Όλγας. Πίσω από τη συγκεκριμένη δολοφονία θεωρείται ότι βρίσκονταν οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, που ήθελαν να ανεβεί στον θρόνο ο γερμανόφιλος Κωνσταντίνος.
Όσον αφορά στη βουλγαρική προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη: Από τις 26 Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος είχε στείλει μήνυμα προς το Βούλγαρο στρατηγό Θεοδωρώφ που κατευθύνονταν με μία μεραρχία προς τη Θεσσαλονίκη, ότι η πόλη είχε ήδη απελευθερωθεί και ότι μπορούσε να διαθέσει τις δυνάμεις του σε άλλες επιχειρήσεις. Ωστόσο ο Θεοδωρώφ έστειλε απεσταλμένο αξιωματικό στον Ταχσίν Πασά ζητώντας του να υπογράψει πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης, παρόμοιο με εκείνο που μόλις είχε συνάψει με τους Έλληνες, επιδιώκοντας να εμφανιστεί ως συναπελευθερωτής της πόλης. Ο Ταχσίν αρνήθηκε και μάλιστα ζήτησε την προστασία του ελληνικού στρατού επειδή μονάδες του που είχαν ήδη παραδοθεί στους Έλληνες δέχονταν βουλγαρικές επιθέσεις.
Η βουλγαρική δύναμη έφτασε έξω από τη Θεσσαλονίκη στις 28 Οκτωβρίου, με τον Θεοδωρώφ να ζητά να μπει μέσα στην πόλη για να στρατοπεδεύσει. Εν τέλει επετράπη η είσοδος δύο βουλγαρικών ταγμάτων. Πρακτικά, μπήκε στην πόλη ένα σύνταγμα.
Μετά την παράδοση της Θεσσαλονίκης, ο Ελληνικός Στρατός στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία, όπου διαδοχικά απελευθέρωσε τη Φλώρινα, την Καστοριά και την Κορυτσά. Όσον αφορά στα Γιάννενα, μετά από μακρά πολιορκία (με κύριο τουρκικό προπύργιο το οχυρό του Μπιζανίου), ελληνική επίθεση στις 20 Φεβρουαρίου 1913 είχε αποτέλεσμα την άνευ όρων παράδοση του Εσάτ Πασά στις 21 του μήνα. Ο ελληνικός στρατός κινήθηκε βορειότερα στη συνέχεια και μέχρι τις 5 Μαρτίου είχε απελευθερώσει τη Βόρεια Ήπειρο- από την οποία όμως αναγκάστηκε να αποσυρθεί, καθώς, όπως αποφασίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, θα παραχωρούνταν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Με τη Συνθήκη του Λονδίνου, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλα τα εδάφη της στη Βαλκανική Χερσόνησο. Αυτό που έμενε ήταν η διανομή τους – και οι διαφορές ήταν μεγάλες, με βουλγαρικά τμήματα να προκαλούν επεισόδια σε βάρος Ελλήνων και Σέρβων στη Μακεδονία. Οι δύο χώρες υπέγραψαν στις 19 Μαΐου συμμαχία κατά της βουλγαρικής απειλής, εν όψει της επικείμενης σύγκρουσης.
Η βουλγαρική επίθεση τελικά ήρθε στις 16 Ιουνίου χωρίς κήρυξη πολέμου, κατά των ελληνικών δυνάμεων σε Νιγρίτα και Παγγαίο και κατά των Σέρβων σε Γευγελή και Ιστίπ. Ο ελληνικός και ο σερβικός στρατός αντέδρασαν άμεσα: Ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος είχε αρχίσει, και θα διαρκούσε έναν μήνα, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από ιδιαίτερα σκληρές μάχες, με αποκορύφωμα αυτήν του Κιλκίς - Λαχανά (19-21 Ιουνίου), όπου ο ελληνικός στρατός, κατόπιν φονικής μάχης, διέσπασε τις εχθρικές γραμμές, εξαναγκάζοντας τον βουλγαρικό στρατό σε υποχώρηση και απειλώντας τον με ολοκληρωτική εξόντωση (ωστόσο η 7η Μεραρχία δεν κατέλαβε έγκαιρα τη γέφυρα του Στρυμόνα, αποτυγχάνοντας να μπλοκάρει την εχθρική υποχώρηση προς τις Σέρρες).
Η Βουλγαρία ζήτησε ανακωχή στις 18 Ιουλίου και στις 28 του ίδιου μήνα, μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις στο Βουκουρέστι, υπέγραψε τη συνθήκη ειρήνης, τερματίζοντας τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, με την Ελλάδα να αποκτά την ανατολική Μακεδονία. Η «Μεγάλη Εξόρμηση» είχε τελειώσει - ωστόσο ήταν μόνο η αρχή της περιπέτειας του Ελληνισμού στον 20ό αιώνα, καθώς ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου- και μετέπειτα τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Πηγή: huffingtonpost.gr | Το διαβάσαμε εδώ