ΟΡΙΣMOΣ ΤΟΥ ΤΖΙΧΑΝΤ: Το τζιχάντ (στην Αραβική, «αγώνας, πάλη», «μάχη») είναι θρησκευτικό καθήκον το οποίο επιβάλλει στους μουσουλμάνους τον πόλεμο για τη διάδοση του Ισλάμ. Η λέξη με την πάροδο του χρόνου κατέληξε να σημαίνει οποιαδήποτε σύγκρουση η οποία προκαλείται για λόγους αρχής ή πίστης, και συχνά μεταφράζεται ως «ιερός πόλεμος». Το Ισλάμ διακρίνει τέσσερις τρόπους με τους οποίους ο πιστός μπορεί να επιτελέσει το καθήκον του τζιχάντ: με την καρδιά, με τη γλώσσα, με το χέρι ή με το σπαθί. Ο πρώτος τρόπος σημαίνει ότι ο πιστός πρέπει να εξαγνίσει την καρδιά του αντιπαλεύοντας τον διάβολο και υπερνικώντας τις προτροπές του να πράξει το κακό. Η διάδοση του Ισλάμ με τη γλώσσα ή με το χέρι επιτελείται κυρίως υποστηρίζοντας το ορθό και δίκαιο και διορθώνοντας το σφάλμα και το άδικο. Ο τέταρτος τρόπος για να εκπληρώσει κανείς αυτό το καθήκον είναι να εξαπολύσει πραγματικό πόλεμο εναντίον των απίστων και των εχθρών της ισλαμικής πίστης. Ειδική μεταχείριση επιφυλάσσεται για όσους ομολογούν πίστη σε μια θεία αποκάλυψη -ιδιαίτερα για τους χριστιανούς και τους Εβραίους- οι οποίοι έχουν την επιλογή είτε να ασπασθούν το Ισλάμ ή να υποταχθούν στην ισλαμική κυριαρχία και να καταβάλλουν κεφαλικό και έγγειο φόρο. Αν απορριφθούν και οι δύο αυτές επιλογές, τότε κηρύσσεται τζιχάντ. Το σύγχρονο Ισλάμ προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στον αγώνα του πιστού με τον ίδιο τον εαυτό του και δικαιώνει τον πόλεμο εναντίον άλλων εθνών μόνον ως μέσο άμυνας, όταν η πίστη διατρέχει κίνδυνο. Σε ολόκληρη την ιστορία του Ισλάμ, οι πόλεμοι εναντίον μη μουσουλμάνων, ακόμη και αν είχαν πολιτική χροιά, ονομάζονταν τζιχάντ, ώστε να εκφράζεται ο θρησκευτικός τους τόνος. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα στην Ισλαμική Αφρική νότια της Σαχάρας, όπου θεωρούσαν τις θρησκευτικοπολιτικές κατακτήσεις ως τζιχάντ.
TZIXANT: λέξη που μας προκαλεί τρόμο. Ενθουσιάζει τους μουσουλμάνους, ανησυχεί τους μη μουσουλμάνους. Στις ημέρες μας προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις. Η συνήθης μετάφρασή της, «ιερός πόλεμος», απορρίπτεται από τους μουσουλμάνους οι οποίοι αρνούνται την ταύτισή της με την έννοια της σταυροφορίας - δηλαδή της απελευθέρωσης, σύμφωνα με τους Χριστιανούς, μιας περιοχής που έχει κατακτηθεί ή, σύμφωνα με την άποψη των μουσουλμάνων, της άδικης επίθεσης εναντίον μιας μουσουλμανικής γης.
Παρ’ όλα αυτά: Ποιος απελευθερωτικός πόλεμος επικαλέστηκε περισσότερο τον σοσιαλισμό (μη μαρξιστικό) και την επανάσταση από εκείνον της Αλγερίας; (1958-1962). Ενώ ο Αραβικός Σύνδεσμος ήλθε αντιμέτωπος με τα Ηνωμένα Έθνη, οι μαχητές του FLN (Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης), οι εκπρόσωποι της GPRA (Προσωρινής Κυβέρνησης της Αλγερινής Δημοκρατίας), υπερασπίζονταν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, το δικαίωμα των λαών να αποφασίζουν οι ίδιοι για την τύχη τους, τον αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού και, για να μην στρέψουν εναντίον τους τη γαλλική και την παγκόσμια κοινή γνώμη, απέφευγαν να απευθύνουν εκκλήσεις σε αγώνα, σε τζιχάντ, στη μουσουλμανική κοινότητα που υφίστατο επιθέσεις. Όμως, η εφημερίδα του FLN ονομαζόταν «Ελ Μουτζαχίντ», οι μαχητές στην πρώτη γραμμή των «κατίμπα» (ταγμάτων) ήταν «μουτζαχιντίν» (μαχητές του τζιχάντ) και οι νεκροί «σουχάντα» μάρτυρες ταγμένοι να γίνουν δεκτοί κατευθείαν στον παράδεισο, χωρίς να υποστούν τη δοκιμασία της Ημέρας της Κρίσεως. Παράδοξο; Όχι. Και θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε πολλά παρόμοια παραδείγματα. Το κόμμα που αντιπολιτεύεται το ιρανικό καθεστώς ονομάζεται «Μουτζαχεντίν του λαού». Η αντίπαλη παράταξη των Αφγανών Ταλιμπάν (σπουδαστών της σαρία) ονομάζεται επίσης «Μουτζαχεντίν». Το ίδιο και οι υπέρμαχοι της απόσχισης του Κασμίρ από την Ινδία ή του Νταγκεστάν, μικρής καυκασιανής δημοκρατίας που συνορεύει με την Τσετσενία, από τη Ρωσική Ομοσπονδία. Η αιγυπτιακή ομάδα που δολοφόνησε τον πρόεδρο Σαντάτ ονομαζόταν «αλ-Τζιχάντ». Η έννοια και η πράξη που δηλώνει ο όρος αυτός παραμένουν βαθιά ριζωμένες στον νου και στην καρδιά των μουσουλμάνων.
Κανένας από τους μεγάλους απελευθερωτικούς πολέμους που σημειώθηκαν την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν στηρίχθηκε επίσημα στο τζιχάντ. Ούτε της Ινδονησίας, ούτε της Αιγύπτου, ούτε της Αλγερίας, ούτε, στην εποχή του, ο αγώνας για τη διαίρεση της Ινδίας και τη δημιουργία του Πακιστάν. Όμως, όλοι αυτοί οι λαοί διακήρυσσαν την ισλαμικότητά τους αλλά ως ιδρυτικό και θεμελιώδες στοιχείο της πλειοψηφούσας πίστης, του πολιτισμού και της ταυτότητάς τους. Για μεγάλη χρονική περίοδο οι έννοιες της επανάστασης (thawra) και του τζιχάντ έμοιαζαν αντίθετες, η πρώτη εθεωρείτο προοδευτική και η δεύτερη οπισθοδρομική. Το 1979, όμως, με την «ισλαμική» ιρανική επανάσταση, η έννοια της επανάστασης έγινε κτήμα μιας παραδοσιοκρατικής ιδεολογίας η οποία την ανήγαγε στην εποχή του Προφήτη (παραπέμποντας στη «μωαμεθανική» επανάσταση της Εγίρας) και τη συνδύασε με τα σοσιαλίζοντα στοιχεία της μουσουλμανικής αλληλεγγύης. Παράλληλα, μια από τις συνέπειές της, η σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν, νομιμοποιούσε την επίκληση του αμυντικού τζιχάντ από τις πολυάριθμες αντιστασιακές παρατάξεις, και την άνθηση, στο Πακιστάν, κορανικών σχολείων και στρατοπέδων εκπαίδευσης που κήρυτταν κατά λέξη ερμηνείες της «σαρία».
Τζιχάντ και αποικιοκρατία: Η αποαποικιοποίηση φαίνεται επίσης να πραγματοποιήθηκε εκτός τζιχάντ, για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους: για να μην δοθεί στα «χριστιανικά» έθνη η εντύπωση ότι η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας στρεφόταν εναντίον του χριστιανισμού και, αντιστρόφως, για να προσελκυσθεί η συμπάθεια της προοδευτικής διανόησης και της Εκκλησίας. Στην πραγματικότητα όμως, ψυχολογικά, οι λαοί είχαν διατηρήσει τη μνήμη των πολέμων τζιχάντ που είχαν εξαπολυθεί εναντίον των αποικιοκρατικών κατακτήσεων. Ασφαλώς τα περιφημότερα και με βαθύτερη θεολογική θεμελίωση τζιχάντ -όπως του Αμπντ ελ Καντέρ στην Αλγερία- είχαν αποτύχει απέναντι στη στρατιωτική δύναμη, τη βιομηχανική ισχύ και τη δημογραφική ανάπτυξη των εθνών της Δύσης. Σε τοπικό επίπεδο, ορισμένα τζιχάντ είχαν κατορθώσει να αναχαιτισουν, για κάποια χρόνια, την αποικιοκρατική κατάκτηση καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα: η επανάσταση του Μάχντι στο Σουδάν (1883-1898), η εξέγερση της αδελφότητας των Σανουσίγια (Λιβύη, 1912) και του Ριφ (Μαρόκο, 1925). Αλλά τα τέλη του 19ου και οι αρχές του 20ού αιώνα απέδειξαν την πολιτική και πνευματική φθορά του θεσμού στις κοινωνίες που ήταν πλέον ενταγμένες στο παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων. Σε αυτό οφείλονται οι αποτυχίες των εκκλήσεων για τζιχάντ τόσο κατά την αντιβρετανική εξέγερση του Αραμπή ποσά στην Αίγυπτο (1882) όσο και, κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Τουρκία εναντίον των Συμμάχων, ή του μεγάλου μουφτή της Ιερουσαλήμ υπέρ του Άξονα το 1942.
Ωστόσο η δόξα και η αποτελεσματικότητα που είχε γνωρίσει το τζιχάντ κατά τους αιώνες των ισλαμικών κατακτήσεων δεν είχαν λησμονηθεί και το 1928 ο Χασάν ελ Μπανά, ιδρυτής της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο, όρισε το τζιχάντ ως ενιαία αρχή της υποχρέωσης για ασκητική διαβίωση και για δράση. Το τζιχάντ είχε επίσης νομιμοποιήσει την εξάπλωση των μεγάλων αυτοκρατορικών δυναστειών του 14ου-17ου αιώνα, των Τιμουριδών Μογγόλων, των Σελτζουκιδών και κατόπιν των Οθωμανών Τούρκων, των Σαβαφιδών του Ιράν, των Μεγάλων Μογγόλων στην Ινδία.
Παλαιότερα, την περίοδο των Σταυροφοριών, τον 11ο-12ο αιώνα, το τζιχάντ είχε συναγείρει την ηθική ενέργεια των αντι-σταυροφοριών. Ακόμη παλαιότερα, είχε οδηγήσει στη γεωπολιτική και πολιτιστική εδραίωση, από την Ιβηρική Χερσόνησο μέχρι την Υπερωξιανή (Κεντρική Ασία), δύο μεγάλων χαλιφάτων: των Αβασιδών (8ος-9ος αι.) και των Ομεϋαδών (7ος-8ος αι. και 11ος αι. στην Ισπανία). Ασφαλώς, όπως και άλλες κοινωνίες, έτσι και οι μουσουλμανικές εξαντλήθηκαν από εσωτερικούς πολέμους, διασπάστηκαν σε τοπικές και κάποτε εφήμερες δυναστείες, σε θεολογικές τάσεις που αλληλοκατηγορούνταν ως σχισματικές ή ακόμη και αιρετικές, συγχέοντας συχνά τα θεολογικά επιχειρήματα με οικονομικούς ανταγωνισμούς και φυλετικές αντιζηλίες. Ωστόσο παρέμενε πάντοτε ζωντανό στη μνήμη το παράδειγμα των συντρόφων του Προφήτη, της σύντομης περιόδου (632-661) των πρώτων τεσσάρων χαλιφών, των μόνων που θεωρούνται νόμιμοι από το σύνολο των μουσουλμάνων, οι οποίοι είχαν αναλάβει ένοπλο αγώνα για να φέρουν στον κόσμο το μήνυμα της Αποκάλυψης. Όσο ζούσε ακόμη ο Μωάμεθ είχε υπογραμμιστεί ότι ο χαρακτήρας της πολεμικής δράσης ήταν υποδεέστερος απέναντι στην αξία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στη σχέση της με τη θεότητα.
Αυτό εμφανίζεται σε έναν μυστηριώδη λόγο που αποδίδεται στον Προφήτη. Κάποτε, όταν επέστρεψε από μια νικηφόρα εκστρατεία, άρχισε να κλαίει. Σε κάποιον που ρώτησε να μάθει τον λόγο, απάντησε: «Μόλις κάναμε έναν πόλεμο, αλλά αυτό είναι το "μικρό τζιχάντ", το πιο εύκολο. Τώρα όμως πρέπει να κάνουμε το "μεγάλο τζιχάντ" εναντίον του ίδιου του εαυτού μας. Πρόκειται για τον αγώνα για τη βελτίωσή μας, την προσωπική μας ανάταση, και αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο και αξιέπαινο».
Ετυμολογικά, η ρίζα J.h.d. δηλώνει την έννοια της προσπάθειας και, ευρύτερα, την έννοια της συνεχούς αντίδρασης, της μη εγκατάλειψης στην απελπισία. Το τζιχάντ δεν αποτελεί απλώς και μόνο μιαν αρχή πρωτοβουλίας (στρατηγικής) αλλά και συνείδησης (ηθικής) των δυνατοτήτων που δίνει η ανθρώπινη κατάσταση. Στο Κοράνι εμφανίζεται με τρεις κύριες παραδοχές. Τη δυναμική υπέρβαση του είναι? την πολεμική επιχείρηση με τη στενή έννοια: την πνευματική ανάταση. Συνδέει τους δύο μεγάλους πόλους της ανθρώπινης δράσης: τον μυστικό και τον πολιτικό. Ένα «χαντίθ» (λόγος) που αποδίδεται στον δεύτερο χαλίφη, τον Ομάρ, διακηρύσσει: «Το τζιχάντ έχει αναχθεί σε καθήκον για να χύνεται το αίμα των πολυθεϊστών? και το "ριμπάτ" [από τη ρίζα r.b.t.: που σημαίνει τον δεσμό με την έννοια της ζεύξης της σκευής των αλόγων πριν από την εκστρατεία -από όπου η ιδέα της σταθερότητας, της εμμονής στη φρούρηση των συνόρων του θρησκευτικού χώρου] για να μην χύνεται το αίμα των μουσουλμάνων? η δεύτερη αυτή πράξη εκτιμάται περισσότερο από τον Θεό παρά η πρώτη που επιτάσσει ότι πρέπει να χύνεται το αίμα των απίστων».
Στην αρχή επικρατούν οι ανάγκες της επιβίωσης της κοινότητας? και αν αυτή η κοινότητα έχει περίσσευμα δυνάμεων, πρέπει να επεκταθεί πέραν των γεωγραφικών ορίων της και να εξασφαλίσει την βασιλεία του θεϊκού νόμου επάνω στη γη. Ο «λόγος» του τζιχάντ είναι λοιπόν απόλυτος: πρόκειται για την υπεράσπιση των δικαίων του Θεού έναντι των «φίλων του Σατανά». Η υπεράσπιση αυτή αποτελεί καθήκον δικαιοσύνης και διασφαλίζει την ανανέωση της αρχικής συνθήκης με την οποία ο Θεός όρισε τον Αδάμ ως αντιπρόσωπό του επί γης. Στο σύμφωνο αυτό, με προφανή και αμοιβαία τελεολογία, το δίκαιο του Θεού εμπεριέχει το καθήκον του «μουτζαχίντ», υποχρέωση που αφορά τόσο στα μέσα (σεβασμός των επιταγών του νόμου κατά τη διάρκεια της πράξης) όσο και στο αποτέλεσμα (η πράξη γίνεται με σκοπό να εδραιωθεί η θεϊκή τάξη). Με την έννοια αυτή, οι εκστρατείες του τζιχάντ έχουν συγκριθεί με μια ενεργοποιημένη προσευχή, με έναν έκτακτο και δρώντα μοναχισμό, με μιαν «αναχώρηση», όχι στην πνευματική ενατένιση αλλά στην πραγμάτωση. Έτσι οι πόλεμοι διακρίνονται ανάλογα με τη διαβάθμιση του ιερού τους χαρακτήρα: πρώτος είναι ο κατ’ εξοχήν ιερός πόλεμος, το «τζιχάντ στον δρόμο του Θεού» που στρέφεται ουσιαστικά εναντίον των εδαφών των απίστων. Ακολουθούν οι διάφοροι εσωτερικοί πόλεμοι τους οποίους επιβάλλει το κοινό συμφέρον -οι πόλεμοι εναντίον των αποστατών και κατόπιν εναντίον των σχισματικών που έχουν συγκροτήσει στρατιωτικές ομάδες- και είναι γνωστό το πνευματικό και συναισθηματικό ρήγμα που προκάλεσε στο Ισλάμ η διαίρεση ανάμεσα σε σουνίτες και σιίτες. Τέλος, οι εκστρατείες και τα μέτρα αστυνομικού χαρακτήρα εναντίον των απείθαρχων ταραξιών που εξεγείρονται εναντίον του Θεού και του Προφήτη του παραβιάζοντας την ισλαμική πολιτειακή τάξη.
Υποχρεωτική συμμετοχή: Με την έννοια αυτή, το τζιχάντ είναι μια ιδιαίτερη εφαρμογή της «αντάλα» (δικαιοσύνη) και ένας τρόπος ρύθμισης του «διεθνούς δικαίου». Πραγματοποιεί συνεπώς έναν διαχωρισμό. Η επιδίωξη της μουσουλμανικής έννομης τάξης επί γης αποτελεί το καλύτερο εγχείρημα ώστε να επιτύχει ο άνθρωπος την τελική επουράνια ανταμοιβή του: τον παράδεισο, δηλαδή την προσέγγιση με τον Θεό. Η επίτευξη αυτού του σκοπού υποχρεώνει το άτομο να υπερβεί την επίγεια μοίρα του. Με την έννοια αυτή, τελικός σκοπός του τζιχάντ δεν είναι ο περισσότερο ή λιγότερο άμεσος προσηλυτισμός ατόμων, γιατί ο βιασμός των συνειδήσεων αντιβαίνει τη θεία βούληση. Συνεπώς, η ενδεχόμενη θανάτωση του εχθρού που συλλαμβάνεται ένοπλος πηγάζει από την ανάγκη να εκκαθαριστούν όσοι δεν συμμορφώνονται με το καθεστώς της ειρήνης και όχι να φονευθούν οι άπιστοι. Έτσι, κάθε μουσουλμάνος βρίσκεται ενώπιον μιας θεμελιώδους, υπαρξιακής και εσχατολογικής επιλογής: «Όσοι πιστεύουν, μάχονται στον δρόμο του Θεού και όσοι απιστούν μάχονται στον δρόμο του Στασιαστή. Έτσι λοιπόν να πολεμάτε τους φίλους του Σατανά!». Η συμμετοχή στον ιερό πόλεμο είναι υποχρεωτική για όλους και παρέχει ένα θεμελιώδες πλεονέκτημα εν όψει της αιώνιας σωτηρίας: Σύμφωνα με τα «χαντίθ»: «Όποιος παρουσιάζεται στον Θεό χωρίς να μπορεί να επικαλεστεί κανένα έργο τζιχάντ, παρουσιάζεται στον Θεό φέροντας μέσα του ένα σφάλμα... θα πεθάνει ως αποδεδειγμένος υποκριτής». Στην ιστορική πραγματικότητα, πάντως, οι πολιτικοί δεν ακολουθούσαν ούτε τους «εν Θεώ σαλούς» ούτε τους ιεροκήρυκες που καλούσαν σε ολοκληρωτικό πόλεμο. Για τους σουννίτες το τζιχάντ αποτελεί ένα κοινοτικό καθήκον που αναλαμβάνεται από ένα μόνο τμήμα του πληθυσμού ώστε να εξασφαλίζεται η φυσιολογική εξάπλωση και η επιβίωση της «ούμμα». Το ίδιο ισχύει επίσης για την εις βάθος μελέτη των θρησκευτικών και νομικών επιστημών ή την άσκηση των τεχνικών και των επιτηδευμάτων. Για τους χαριζίτες, οι οποίοι, αποβλέποντας σε μια πουριτανική και άμεση δημοκρατία, αρνούνται τη θέσμιση της εξουσίας, το καθήκον του τζιχάντ είναι μόνιμο, γενικό και ολοκληρωτικό. Για τους σιίτες, αντίθετα, το τζιχάντ, έπειτα από την απόκρυψη του τελευταίου ιμάμη τους το 941, δεν είναι δυνατόν να διεξαχθεί σύμφωνα με όσα επιτάσσουν οι ιεροί κανόνες και μπορούν μόνο να διεξαχθούν, μέσω εντεταλμένων, δίκαιοι αγώνες υπέρ της μουσουλμανικής κοινότητας. Έτσι, η υπέρτατη, σύμφωνα με τη μουσουλμανική ηθική, μορφή του μουτζαχίντ δεν είναι τόσο εκείνη ενός νικηφόρου πολεμιστή όσο εκείνη ενός πολεμιστή που με λογική και στωικότητα εξακολουθεί να μάχεται για την κοινή σωτηρία και τη δόξα των δικαίων του Θεού.
Και τι απογίνεται εκείνος που θυσιάζεται στη σκιά, ο «τρομοκράτης» (φενταγίν) που επιδίδεται σε ένα ατομικό εγχείρημα εναντίον αθώων; Είναι καταδικαστέος εάν επιτίθεται εναντίον μουσουλμάνων. Σε αυτό οφείλεται, ήδη από τις απαρχές του Ισλάμ, η πολιτική και αστυνομική καταπίεση, των χαριζιτών, δολοφόνων του τελευταίου νόμιμου χαλίφη, του Αλή (661) ή της αίρεσης των «ασασίνων» (Hachiichiyin) την περίοδο από τον 11ο ως τον 13ο αιώνα. Ο όρος φενταγίν επαναξιολογήθηκε κατά τη διάρκεια των αντιαποικιοκρατικών απελευθερωτικών πολέμων: ο μοναχικός άνθρωπος, ο μεμονωμένος στρατιώτης, είχε τη θέση του στους αγώνες αυτούς. Κατά την πρόσφατη περίοδο, Αιγύπτιοι, Αλγερινοί και Παλαιστίνιοι, επανήλθαν στον παλαιό όρο αποκαθάροντάς τον ως έννοια ώστε να τον εντάξουν στην επαναστατική τακτική. Στο εξής ο νέος φενταγίν, αρνούμενος τον ρομαντισμό και τον μηδενισμό της πράξης, δεν θυσιαζόταν πλέον με τον θάνατό του αλλά εντασσόταν στη διαδικασία του συλλογικού αγώνα. Υπολογίζοντας τους κινδύνους, εκπληρώνει την αποστολή του μέσα στη μοναξιά, τη στέρηση, τον διανοητικό ασκητισμό. Δεν δρα από φανατισμό αλλά από την έννοια της πλήρους στράτευσης, της προσπάθειας που μετουσιώνεται μέσα στον ίδιο τον εαυτό του. Η ψυχολογική αυτή ηρεμία κατά τη διάρκεια της μάχης επαυξάνεται από την υπόσχεση της ανταμοιβής που επιφυλάσσεται σε όσους αποδέχθηκαν να θυσιάσουν τα αγαθά και τις συναισθηματικές δεσμεύσεις αυτού του κόσμου υπέρ της πίστης. Γιατί, μολονότι φαίνεται παράδοξο, αυτός ο υπέρτατος τύπος του μουσουλμάνου πραγματώνεται μέσα από τον θάνατο. «Ας μάχονται λοιπόν στον δρόμο του Θεού όσοι πωλούν την παρούσα ζωή έναντι της έσχατης. Και για όποιον μάχεται στον δρόμο του Θεού, είτε σκοτωθεί είτε νικήσει, επιφυλάσσουμε τεράστιο μισθό».
Το τζιχάντ είναι λοιπόν μια λέξη πλούσια σε έννοιες. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες όμως, ορισμένες προβλήθηκαν ιδιαίτερα. Εδώ και αιώνες, η μουσουλμανική κοινότητα αγωνίζεται εναντίον εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η νόμιμη άμυνά της απαιτεί την άσκηση αναγκαίας δύναμης ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια και να εδραιώνεται η πολιτική, οικονομική και κοινωνική τάξη που επιτάσσει το Κοράνι για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. «Δεν είναι δυνατόν να συμβιβαστούμε με τους εχθρούς του Θεού» και κάθε πιστός έχει καθήκον «να διατάσσει το καλό και να απαγορεύει το κακό» (Κοράνι). Η αυστηρή αυτή αντίληψη αποδίδεται συνήθως στους «ισλαμιστές», τους «φονταμενταλιστές»: τους «σκληρούς» της ιρανικής επανάστασης, τους «εν Θεώ σαλούς», τους «πολεμιστές του Αλλάχ», τους χεζμπολάχ, τους Αλγερινούς GIA, τους Αφγανούς Ταλιμπάν κ.ά. Στην πραγματικότητα, καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι όλα αυτά τα κινήματα αγωνίζονται εναντίον των μη ισλαμικών ομολογιών ή των μη ισλαμιστικών καθεστώτων ή εναντίον χωρών όπως η Αλγερία, η Αίγυπτος και η Ινδονησία, οι κυβερνήσεις των οποίων κατηγορούνται ότι έχουν συμβιβαστεί με τους ξένους υλιστές. Από την οπτική γωνία αυτών των κινημάτων, είναι λογικό να υπάγεται ένας κατά πλειοψηφία μουσουλμανικός πληθυσμός σε μια εξουσία μουσουλμανική, λίγο ως πολύ ισλαμιστική. Επειδή όμως η μουσουλμανική κοινότητα, η «ούμμα» (από τη λέξη immum, μητέρα), ήταν μια έννοια δημογραφική (το σύνολο των πιστών) και όχι γεωπολιτική (που ορίζεται με σύνορα), οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας εκτιμούν ότι οι περιπτώσεις αυτές πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις του τζιχάντ. Ασφαλώς υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στη διεκδίκηση εθνικής ταυτότητας από τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου που καθοδηγούνται από τον UCK (Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσσυφοπεδίου που διαπνέεται ακόμη από μαρξιστικές ιδέες), τον εθνικιστικό πόλεμο της Βοσνίας, τον αγώνα του Κασμίρ στους κόλπους της πολυεθνικής Ινδίας ή τον αγώνα του Μουαμάρ Καντάφι που καλεί σε μια μουσουλμανική συνομοσπονδία του Σαχέλ. Επιπλέον, δεν επιδιώκουν όλα αυτά τα κινήματα την κατά λέξη εφαρμογή της σαρία...
Προληπτική επίθεση: Η αυστηρή αυτή αντίληψη προκαλεί διάφορα προβλήματα. Έτσι, μπορεί να δικαιολογήσει, εν ονόματι της υπεράσπισης της «ούμμα», κάθε προληπτική επίθεση, δηλαδή την καταστροφή ενός εχθρού που θα μπορούσε να στραφεί εναντίον της. Η θεωρία αυτή είναι δυνατόν να εφαρμοστεί προκειμένου για μουσουλμάνους; Κατ’ αρχήν, ο πόλεμος μεταξύ μουσουλμάνων απαγορεύεται. Η νόμιμη εξουσία μπορεί μόνο να τηρεί την τάξη εναντίον των ταραξιών. Η δολοφονία του Σαντάτ «αιτιολογήθηκε» ως τυραννοκτονία ενός «άπιστου εμίρη». Τέλος, τίθεται το ερώτημα: είναι δυνατόν η θεωρία αυτή να ακολουθήσει τις τακτικές της τρομοκρατίας, τις επιθέσεις σε τρίτους, άτομα ή ομάδες, σε αθώους, προκειμένου να ασκηθεί πίεση στις κυβερνήσεις τους; Ένα είναι βέβαιο: η θεωρία είναι ασαφής. Η εντολή «να διατάσσει το καλό και να απαγορεύει το κακό» πρέπει να εκτελείται με την πειθώ και μόνον, ή επιτρέπεται η χρήση νόμιμης βίας; Σε όλα αυτά τα σημεία διατυπώνονται αντιφατικές απόψεις στα συγγράμματα των ειδικών ή από τους ασκούντες πολεμική. Μια τρέχουσα πολιτική αντίληψη ορίζει το τζιχάντ ως νόμιμη απάντηση σε κάθε επίθεση, απάντηση που πρέπει να δοθεί σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαιότητας. Τα αντίποινα πρέπει να είναι ανάλογα με τις αδικίες που διέπραξαν οι επιθέμενοι. Ο πόλεμος πρέπει να σέβεται τους ανθρωπιστικούς κανόνες που επιτάσσει το Κοράνι: επιβάλλεται ο σεβασμός των γυναικών, των μοναχών αν δεν πολεμούν. Αλλά με ποιους όρους; Οι λόγοι που προβλήθηκαν για να αιτιολογήσουν τις δολοφονίες θρησκευτικών ηγετών στην Αλγερία ήταν ο πνευματικός εκφυλισμός που αυτοί είχαν επιφέρει στην αλγερινή ισλαμικότητα. Τα κατά τόπους καθεστώτα προσυπογράφουν κατά βάσιν στους κανόνες του ΟΗΕ και του ανθρωπιστικού δικαίου κατά τις συγκρούσεις. Ως προς την εφαρμογή όμως αυτών των κανόνων, υπάρχουν μεγάλες διαφορές...
Δύο αντιφάσεις παραμένουν έντονες. Η πρώτη σχετίζεται με την τρομοκρατία η οποία καταδικάζεται από τις κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν αποσταθεροποιητικά κινήματα τα οποία ισχυρίζονται ότι δεν έχουν πλέον άλλα μέσα για να διακηρύξουν τις νόμιμες διεκδικήσεις τους. Η άλλη αντίφαση συνδέεται με την «ισλαμική βόμβα», σύμφωνα με την έκφραση του Πακιστανού πρωθυπουργού Αλή Μπούτο (που δολοφονήθηκε από τον διάδοχό του στρατηγό Ζία). Στη μεγάλη πλειοψηφία της, η κοινή γνώμη στις μουσουλμανικές χώρες την απαιτεί. Οι Αμερικανοί και οι Ισραηλινοί τη φοβούνται στο έπακρο. Σε γενικές γραμμές, το μουσουλμανικό δόγμα την αποδέχεται ως προς το αποτρεπτικό της σκέλος. Για να αντισταθμίσουν την απώλεια του κύρους των αραβικών επαναστατικών κινημάτων στα μάτια της παγκόσμιας κοινής γνώμης, ορισμένοι διανοούμενοι υπογραμμίζουν μιαν άλλη αντίληψη για το τζιχάντ: την ιεραποστολική του πλευρά η οποία αποβλέπει, αν όχι στον προσηλυτισμό, τουλάχιστον στην αλληλοκατανόηση.
Σε ισλαμο-χριστιανικούς διαλόγους, σε συναντήσεις, σε πολλές εκδόσεις, σε ορισμένες πανεπιστημιακές εργασίες, υπερτονίζεται η διαστρεβλωμένη εικόνα των Δυτικών ως προς το ανεξίθρησκο του Ισλάμ. Το Κοράνι επικαλείται ένθερμα την προσπάθεια πειθούς, την ιεραποστολή. Το τζιχάντ αυτό συχνά προσπαθεί να ενσωματώσει στο ισλάμ διατυπώσεις δυτικών αξιών -όπως την αρχή του χριστιανικού ανθρωπισμού, της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού καθώς και τα δικαιώματα του ανθρώπου, την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφοσύνη- με βάση τη θέση ότι οι αξίες αυτές προϋπήρχαν στο ισλάμ. Με άλλα λόγια, ο βιασμός των συνειδήσεων αντιτίθεται στη θεία βούληση: «Λοιπόν, αν το ήθελε ο Κύριός σου, όλοι όσοι βρίσκονται στη γη θα ήταν όλοι πιστοί. Νομίζεις πως είναι δικό σου καθήκον να υποχρεώσεις τους ανθρώπους να πιστέψουν;» Αν λάβουμε υπόψη μας την έκταση των μουσουλμανικών κατακτήσεων, δύσκολα θα λέγαμε ότι το τζιχάντ ήταν πάντοτε μόνον αμυντικό. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι πολλοί πόλεμοι και πολλές εξεγέρσεις δεν πληρούσαν πάντα τις πνευματικές και νόμιμες προϋποθέσεις του τζιχάντ. Από εδώ πηγάζει η ιστορική και σημασιολογική πολλαπλότητα της έννοιας η οποία ποικίλλει και εγκολπώνεται την ένθερμη επιθυμία για πνευματική ανύψωση, για ομολογία της πίστης μέσω της υποταγής στις εντολές του Θεού, στο κάλεσμά του για υποταγή και έρωτα: αυτό είναι το «μεγάλο τζιχάντ». Η κραυγή
Πηγή: istoria.gr | Το διαβάσαμε εδώ