Θύμα των capital controls του περασμένου καλοκαιριού έπεσε ετεροχρονισμένα το αφιέρωμα της ΚΟΑ στην αμερικανική μουσική, καθώς το μουσικό υλικό για τη σύνθεση «Σενσεμαγιά» του Μεξικανού Σιλβέστερ Ρεβουέλτας δεν έφτασε εγκαίρως στα χέρια των μουσικών.
Δίχως το έργο που θα βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, το πρόγραμμα με τίτλο «Αμερικανική βεντάλια» δόθηκε λειψό, με τις μουσικές συνθετών από τις ΗΠΑ να επικρατούν (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 1/4/2016).
Βεβαίως, είναι ανέφικτο να αντιπροσωπευτούν ισορροπημένα στο πρόγραμμα μιας συναυλίας μουσικές μιας ολόκληρης ηπείρου με φάσμα πολιτισμικών ταυτοτήτων που απλώνεται από τα απερίφραστα εθνικοσχολικά ακούσματα της Λατινικής Αμερικής έως τις πιο ακραία μοντερνιστικές και σύγχρονες δημιουργίες συνθετών από την «ευρωπαϊκή» Βόρεια Αμερική. Αυτό, ωστόσο, είναι διαφορετική συζήτηση...
Η βραδιά υπό τον Μίλτο Λογιάδη ξεκίνησε με τέσσερις χορούς από το μπαλέτο «Αγρόκτημα» (1941) του Αργεντινού Αλμπέρτο Χιναστέρα, που παίχτηκαν με έξαψη, ορμή, ρυθμική ακρίβεια και τραχύτητα ταιριαστή στο αγροτικό εθνικοσχολικό στίγμα της μουσικής. Ακολούθησε η χιλιοπαιγμένη «Γαλάζια ραψωδία για πιάνο και ορχήστρα» (1924) του Αμερικανού Τζορτζ Γκέρσουιν.
Το έργο δόθηκε στη γνωστή συμφωνική ενορχήστρωση (1942) του ταλαντούχου Φερντ Γκροφέ, ο οποίος είχε κάνει και τις δύο αρχικές ενορχηστρώσεις για τις ορχήστρες τζαζ (1924, 1926) του αρχικού παραγγελιοδότη Πολ Γουάιτμαν. Το υβριδικό άκουσμα της μουσικής συνδυάζει εδώ τον λαμπερό ήχο της big band, τον ατίθασο αισθησιασμό της μεσοπολεμικής τζαζ και τη μεγαλοπρέπεια της μεγάλης ορχήστρας.
Συνακόλουθα κάθε επιτυχημένη εκτέλεση πρέπει να έχει ανταποκριθεί σε ένα μεικτό πακέτο προδιαγραφών. Στην εκτέλεση της ΚΟΑ δέσποσε περισσότερο το αισθησιακό στοιχείο παρά οι πυρετώδεις ρυθμοί της αστικής ζωής των αμερικανικών twenties.
Ο Σερραίος πιανίστας Αλέξανδρος Σαρακενίδης ερμήνευσε το έργο στρωτά, σε ήπιους τόνους, αποδίδοντας χαλαρά την αρθρωτή, στερεοτυπική δραματουργία της μουσικής, δίχως εμμονικές απόπειρες υπερβάσεων και δίχως να επιδιώκει να επιβληθεί στις αναμετρήσεις με την ορχήστρα. Εξαιρετική πρόβαλε η απόδοση του εκτενούς μέρους ελεύθερης δεξιοτεχνίας (cadenza), που δόθηκε με αισθητική τολμηρού, τζαζίστικου αυτοσχεδιασμού. Στην εκτέλεση έλαμψε τοπικά η αριστοτεχνικά βιρτουοζίστικη, ιδιοσυγκρασιακή συμμετοχή του κλαρινετίστα Σπύρου Μουρίκη.
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με τους συμφωνικούς χορούς από το μιούζικαλ «Γουέστ Σάιντ Στόρι» (1957/61) του Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, έργο που, ως μεταφορά του σεξπιρικού «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στον φυλετικά μεικτό μικρόκοσμο των νεοϋορκέζικων νεανικών συμμοριών του '50, συνδυάζει τζαζίστικα και λατινοαμερικάνικα ακούσματα.
Η εκτέλεση διέθετε την απαραίτητη δοσολογία ρυθμικής ζωντάνιας, φραστικής πλαστικότητας και επιθετικής αιχμηρότητας˙ επιπλέον, έδωσε στους σολίστες πνευστών και κρουστών της ΚΟΑ την ευκαιρία να λάμψουν.
Μότσαρτ για βιολί και πιάνο
Αναρωτιέται κανείς πώς θα εξελισσόταν και τι ακόμη θα έγραφε ο τραγικά βραχύβιος Μότσαρτ αν ζούσε όσο ο Μπετόβεν ή όσο ο… κορακοζώητος Χάιντν και, κατά συνέπεια, πώς θα αντιμετωπίζαμε σήμερα αυτά που αποκαλούμε «ώριμα» έργα του! Πάντως, στη διάρκεια της σύντομης αλλά χορταστικά παραγωγικής δημιουργικής σταδιοδρομίας του ολοκλήρωσε 17 σονάτες για βιολί και πιάνο, δύο σύνολα παραλλαγών για βιολί και πιάνο και άφησε άλλες τέσσερις σονάτες ημιτελείς.
Η σύνθεσή τους απλώνεται σε διάστημα 25 ετών, καλύπτοντας ολόκληρη την περίοδο δημιουργικής δράσης του. Το διήμερο 15 και 17/4/2016, ο ελληνοϊαπωνικής καταγωγής βιολιστής Νοέ Ινούι και ο πιανίστας Βασίλης Βαρβαρέσος παρουσίασαν στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» όλα αυτά τα έργα σε διπλές συναυλίες –κάθε ημέρα από δύο: στις 6.00 και στις 8.30 μ.μ.- αφήνοντας άριστες εντυπώσεις.
Παρακολουθήσαμε τη δεύτερη συναυλία στις 17/4, που περιλάμβανε τις «Σονάτες» KV 376, KV 380 και KV 454, το συμπληρωμένο από τον Στάντλερ απόσπασμα «Σονάτας» KV 403 και τις «Εξι παραλλαγές επάνω στο γαλλικό τραγούδι “Ηélas, j’ai perdu mon amante”».
Από τις πρώτες νότες έγινε σαφές ότι οι δύο ακμαίοι μουσικοί, ο 33χρονος πιανίστας και ο 31χρονος βιολιστής, είχαν προετοιμάσει σε βάθος και με πολλή σκέψη ερμηνείες που απείχαν χιλιόμετρα από τον πρωθύστερης ρομαντικής αισθητικής γλυκό και κομψό Μότσαρτ παλαιότερων εκτελεστών.
Παίζοντας σε σύγχρονο μεγάλο πιάνο με ουρά Στάινγουεϊ και σε ιστορικό βιολί του 1764, αλλά έχοντας αφομοιώσει πλήρως τα διδάγματα της ιστορικής ερμηνευτικής, μας χάρισαν αναγνώσεις παλλόμενες από ζωντάνια και βιρτουοζίστικο οίστρο: υψηλές ταχύτητες που πίεζαν οριακά την ευκρίνεια της φραστικής, βιολιστικός ήχος με ελάχιστο ή δίχως καθόλου βιμπράτο, περιορισμένη χρήση ποδόπληκτρου στο πιάνο, γενικώς παίξιμο αιχμηρό, νευρώδες με ριψοκίνδυνα σβέλτο φραζάρισμα αλλά και θαυμάσια, συνολική αντίληψη της μουσικής δραματουργίας.
Προσεκτικά ζυγιασμένος και «σκηνοθετημένος» πρόβαλε ο τονισμός των αντιθέσεων και των μεταπτώσεων: από ρωμαλέο σε απαλό, από τραχύ σε κομψό και τρυφερό, από στιβαρό σε ανάλαφρο, από αυστηρό σε συναισθηματικό, από κοφτό σε ρευστά μελωδικό.
Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα στις λεπτομέρειες παιξίματος αμφοτέρων των οργάνων: οι ελεγχόμενης συστολοδιαστολής τρίλιες στο βιολί, οι ευρέος φάσματος δυναμικές στο πιάνο, οι τέλεια φινιρισμένες απολήξεις/αποθέσεις των φράσεων, οι δραματικά χρονομετρημένες στίξεις, το τέλειο δέσιμο των δύο οργάνων.
Ολ’ αυτά προσέδιδαν στις ερμηνείες συναρπαστική ζωντάνια, στιλιστική σαφήνεια (καταβολές στο «Θύελλα κι ορμή», κλασική ισορροπία, ρομαντικές προδηλώσεις) και αφηγηματική γλαφυρότητα που κράτησαν αμείωτο το ενδιαφέρον.
Συντάκτης: Γιάννης Σβώλος | Πηγή: efsyn.gr | Το διαβάσαμε εδώ
Ο Μίλτος Λογιάδης διευθύνει την ΚΟΑ | ΧΑΡΗΣ ΑΚΡΙΒΙΑΔΗΣ |
Βεβαίως, είναι ανέφικτο να αντιπροσωπευτούν ισορροπημένα στο πρόγραμμα μιας συναυλίας μουσικές μιας ολόκληρης ηπείρου με φάσμα πολιτισμικών ταυτοτήτων που απλώνεται από τα απερίφραστα εθνικοσχολικά ακούσματα της Λατινικής Αμερικής έως τις πιο ακραία μοντερνιστικές και σύγχρονες δημιουργίες συνθετών από την «ευρωπαϊκή» Βόρεια Αμερική. Αυτό, ωστόσο, είναι διαφορετική συζήτηση...
Η βραδιά υπό τον Μίλτο Λογιάδη ξεκίνησε με τέσσερις χορούς από το μπαλέτο «Αγρόκτημα» (1941) του Αργεντινού Αλμπέρτο Χιναστέρα, που παίχτηκαν με έξαψη, ορμή, ρυθμική ακρίβεια και τραχύτητα ταιριαστή στο αγροτικό εθνικοσχολικό στίγμα της μουσικής. Ακολούθησε η χιλιοπαιγμένη «Γαλάζια ραψωδία για πιάνο και ορχήστρα» (1924) του Αμερικανού Τζορτζ Γκέρσουιν.
Ο βιολιστής Νοέ Ινούι και ο πιανίστας Βασίλης Βαρβαρέσος | ΧΑΡΗΣ ΑΚΡΙΒΙΑΔΗΣ |
Συνακόλουθα κάθε επιτυχημένη εκτέλεση πρέπει να έχει ανταποκριθεί σε ένα μεικτό πακέτο προδιαγραφών. Στην εκτέλεση της ΚΟΑ δέσποσε περισσότερο το αισθησιακό στοιχείο παρά οι πυρετώδεις ρυθμοί της αστικής ζωής των αμερικανικών twenties.
Ο Σερραίος πιανίστας Αλέξανδρος Σαρακενίδης ερμήνευσε το έργο στρωτά, σε ήπιους τόνους, αποδίδοντας χαλαρά την αρθρωτή, στερεοτυπική δραματουργία της μουσικής, δίχως εμμονικές απόπειρες υπερβάσεων και δίχως να επιδιώκει να επιβληθεί στις αναμετρήσεις με την ορχήστρα. Εξαιρετική πρόβαλε η απόδοση του εκτενούς μέρους ελεύθερης δεξιοτεχνίας (cadenza), που δόθηκε με αισθητική τολμηρού, τζαζίστικου αυτοσχεδιασμού. Στην εκτέλεση έλαμψε τοπικά η αριστοτεχνικά βιρτουοζίστικη, ιδιοσυγκρασιακή συμμετοχή του κλαρινετίστα Σπύρου Μουρίκη.
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με τους συμφωνικούς χορούς από το μιούζικαλ «Γουέστ Σάιντ Στόρι» (1957/61) του Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, έργο που, ως μεταφορά του σεξπιρικού «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στον φυλετικά μεικτό μικρόκοσμο των νεοϋορκέζικων νεανικών συμμοριών του '50, συνδυάζει τζαζίστικα και λατινοαμερικάνικα ακούσματα.
Η εκτέλεση διέθετε την απαραίτητη δοσολογία ρυθμικής ζωντάνιας, φραστικής πλαστικότητας και επιθετικής αιχμηρότητας˙ επιπλέον, έδωσε στους σολίστες πνευστών και κρουστών της ΚΟΑ την ευκαιρία να λάμψουν.
Μότσαρτ για βιολί και πιάνο
Αναρωτιέται κανείς πώς θα εξελισσόταν και τι ακόμη θα έγραφε ο τραγικά βραχύβιος Μότσαρτ αν ζούσε όσο ο Μπετόβεν ή όσο ο… κορακοζώητος Χάιντν και, κατά συνέπεια, πώς θα αντιμετωπίζαμε σήμερα αυτά που αποκαλούμε «ώριμα» έργα του! Πάντως, στη διάρκεια της σύντομης αλλά χορταστικά παραγωγικής δημιουργικής σταδιοδρομίας του ολοκλήρωσε 17 σονάτες για βιολί και πιάνο, δύο σύνολα παραλλαγών για βιολί και πιάνο και άφησε άλλες τέσσερις σονάτες ημιτελείς.
Η σύνθεσή τους απλώνεται σε διάστημα 25 ετών, καλύπτοντας ολόκληρη την περίοδο δημιουργικής δράσης του. Το διήμερο 15 και 17/4/2016, ο ελληνοϊαπωνικής καταγωγής βιολιστής Νοέ Ινούι και ο πιανίστας Βασίλης Βαρβαρέσος παρουσίασαν στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» όλα αυτά τα έργα σε διπλές συναυλίες –κάθε ημέρα από δύο: στις 6.00 και στις 8.30 μ.μ.- αφήνοντας άριστες εντυπώσεις.
Παρακολουθήσαμε τη δεύτερη συναυλία στις 17/4, που περιλάμβανε τις «Σονάτες» KV 376, KV 380 και KV 454, το συμπληρωμένο από τον Στάντλερ απόσπασμα «Σονάτας» KV 403 και τις «Εξι παραλλαγές επάνω στο γαλλικό τραγούδι “Ηélas, j’ai perdu mon amante”».
Από τις πρώτες νότες έγινε σαφές ότι οι δύο ακμαίοι μουσικοί, ο 33χρονος πιανίστας και ο 31χρονος βιολιστής, είχαν προετοιμάσει σε βάθος και με πολλή σκέψη ερμηνείες που απείχαν χιλιόμετρα από τον πρωθύστερης ρομαντικής αισθητικής γλυκό και κομψό Μότσαρτ παλαιότερων εκτελεστών.
Παίζοντας σε σύγχρονο μεγάλο πιάνο με ουρά Στάινγουεϊ και σε ιστορικό βιολί του 1764, αλλά έχοντας αφομοιώσει πλήρως τα διδάγματα της ιστορικής ερμηνευτικής, μας χάρισαν αναγνώσεις παλλόμενες από ζωντάνια και βιρτουοζίστικο οίστρο: υψηλές ταχύτητες που πίεζαν οριακά την ευκρίνεια της φραστικής, βιολιστικός ήχος με ελάχιστο ή δίχως καθόλου βιμπράτο, περιορισμένη χρήση ποδόπληκτρου στο πιάνο, γενικώς παίξιμο αιχμηρό, νευρώδες με ριψοκίνδυνα σβέλτο φραζάρισμα αλλά και θαυμάσια, συνολική αντίληψη της μουσικής δραματουργίας.
Προσεκτικά ζυγιασμένος και «σκηνοθετημένος» πρόβαλε ο τονισμός των αντιθέσεων και των μεταπτώσεων: από ρωμαλέο σε απαλό, από τραχύ σε κομψό και τρυφερό, από στιβαρό σε ανάλαφρο, από αυστηρό σε συναισθηματικό, από κοφτό σε ρευστά μελωδικό.
Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα στις λεπτομέρειες παιξίματος αμφοτέρων των οργάνων: οι ελεγχόμενης συστολοδιαστολής τρίλιες στο βιολί, οι ευρέος φάσματος δυναμικές στο πιάνο, οι τέλεια φινιρισμένες απολήξεις/αποθέσεις των φράσεων, οι δραματικά χρονομετρημένες στίξεις, το τέλειο δέσιμο των δύο οργάνων.
Ολ’ αυτά προσέδιδαν στις ερμηνείες συναρπαστική ζωντάνια, στιλιστική σαφήνεια (καταβολές στο «Θύελλα κι ορμή», κλασική ισορροπία, ρομαντικές προδηλώσεις) και αφηγηματική γλαφυρότητα που κράτησαν αμείωτο το ενδιαφέρον.
Συντάκτης: Γιάννης Σβώλος | Πηγή: efsyn.gr | Το διαβάσαμε εδώ